Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐμποίνιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έμποινος — ἔμποινος, ον και ἐμποίνιος, ον (Μ) αυτός που επιβάλλει ποινή, που τιμωρεί («ἔμποινον ξίφος», Θεόδ. Διάκ.) … Dictionary of Greek